υποθετήριον

υποθετήριον
τὸ, Α
τόπος κοπής νομισμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. υποθε- τού ὑποτίθημι (πρβλ. ὑπόθε-σις) + κατάλ. -τήριον*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”